- σιγμόληκτος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που λήγει σε σίγμα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιγμόληκταγραμμ. ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα, τής αρχαίας Ελληνικής που έχουν χαρακτήρα -σ- και κλίνονται κατά την τρίτη κλίση, όπως είναι: α) τα αρσενικά ακατάληκτα κύρια ονόματα σε -ης, γεν. -ους, ή -ης, γεν. -εους, λ.χ. Σωκράτης, -ους, Περικλῆς, -έουςβ) τα θηλυκά ακατάληκτα σε -ως, γεν. -οῡς, λ.χ. αἰδώς, -οῡςγ) τα ουδέτερα ακατάληκτα σε -ος, γεν. -ους, λ.χ. βέλος, -ουςδ) τα ουδέτερα ακατάληκτα σε -ας, -ατος, λ.χ. πέρας, γεν. -ατοςε) τα δικατάληκτα επίθετα σε -ης, -ες, γεν. -οῡς, λ.χ. αληθής, αληθές, γεν. -οῡς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίγμα + ληκτος (< λήγω), πρβλ. συμφωνό-ληκτος].
Dictionary of Greek. 2013.